Οι Depeche Mode δημιουργήθηκαν το 1980 στο Μπέιζιλντον του Έσσεξ και θεωρούνται το πιο επιτυχημένο συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής στην ιστορία της μουσικής.
Η αρχική σύνθεση του συγκροτήματος αποτελούταν από τους:
- Ντέιβ Γκάχαν (κύρια φωνητικά)
- Martin Gore (πλήκτρα, κιθάρα, φωνητικά, στιχουργική)
- Andy Fletcher (πλήκτρα)
- Vince Clarke (πλήκτρα, στιχουργική).
Ο Vince Clarke εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1981, μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ Speak & Spell, και αντικαταστάθηκε από τον Alan Wilder (πλήκτρα, τύμπανα) με τον Gore να αναλαμβάνει την στιχουργική. Ο Wilder εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1995 και από τότε οι Gahan, Gore και Fletcher συνεχίζουν ως τρίο.
Οι Depeche Mode είχαν 48 τραγούδια στα Βρετανικά Singles Chart και δώδεκα στην κορυφαία δεκάδα άλμπουμ στα Βρετανικά charts, δύο από τα οποία έφτασαν στην θέση #1. Σύμφωνα με την EMI, οι Depeche Mode έχουν πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια άλμπουμ και singles παγκοσμίως, κάνοντάς τους το πιο επιτυχημένο συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής στην ιστορία της μουσικής. Το περιοδικό Q αποκάλεσε τους Depeche Mode ως το πιο επιτυχημένο συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής που ο κόσμος έχει γνωρίσει και συμπεριέλαβε το συγκρότημα στη λίστα με τα 50 συγκροτήματα που άλλαξαν τον κόσμο.
Το 2010 οι Depeche Mode ταξινομήθηκαν στην θέση #98 του VH1 την λίστα με τους 100 καλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών.
Η εποχή πριν το Speak and Spell
Τα πρώτα δείγματα της συνεργασίας των μελών των Depeche Mode εμφανίζονται το 1977, με τους Vince Clarke και Andrew Fletcher να δημιουργούν ένα συγκρότημα με όνομα No Romance In China. Τα δυο μέλη χρησιμοποιούσαν κιθάρα και μπάσο. Το 1979, οι Martin Gore, Vince Clarke, Robert Marlow (συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής) και ο φίλος τους Paul Redmond, δημιούργησαν προσωρινά το συγκρότημα The French Look, αρχίζοντας να χρησιμοποιούν περισσότερους ηλεκτρονικούς ήχους.
Ένα χρόνο μετά, το Μάρτιο του 1980 οι Clarke, Gore και Fletcher δημιούργησαν τους Composition Of Sound, με τραγουδιστή και κιθαρίστα τον V. Clarke, στα synthesizer τον M. Gore και στο μπάσο τον A. Fletcher. Όντας εν ενεργεία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, το συγκρότημα κυρίως διασκεύαζε τραγούδια άλλων συγκροτημάτων της ίδιας ή παλιότερης εποχής· ωστόσο ο Clarke συνέθεσε έναν αριθμό (σπάνιων) τραγουδιών. Οι εμφανίσεις τους γινόταν σε μικρές pub και σχολεία της περιοχής και των γύρω πόλεων.
Το 1980, με την έλευση του David Gahan στη θέση του τραγουδιστή, οι Composition of Sound εξελίχθηκαν σε τετραμελές σχήμα και μετονομάσθηκαν ως Depeche Mode, με έδρα το Μπέιζιλντον του Έσσεξ. Τους τράβηξαν τα συνθεσάιζερ και drum machines εν μέρει επειδή ήταν εύκολο να τα μεταφέρουν στις συναυλίες τους στις τοπικές παμπ και δεν χρειάζονταν ενισχυτές, αντικαθιστώντας οποιοδήποτε ίχνος κιθάρας. Η ονομασία του συγκροτήματος προέρχεται από ένα γαλλικό περιοδικό μόδας Dépêche mode, το οποίο σήμαινε βιαστική μόδα, όπως δήλωσε ο Martin Gore.
Το πρώτο τραγούδι που το συγκρότημα ηχογράφησε ως Depeche Mode είναι το Photographic, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Some Bizzare Album το 1981, στο οποίο συμμετείχαν και άλλα συγκροτήματα της εποχής. Το Photographic συμπεριλήφθηκε και στο παρθενικό δίσκο των Depeche Mode, Speak and Spell, με διαφορετική εκτέλεση.
Το ντεμπούτο των Depeche Mode με το Speak and Spell
Το ντεμπούτο τους άλμπουμ ήταν το Speak and Spell το 1981, το οποίο πούλησε στις Η.Π.Α. περίπου 300.000 δίσκους, καταλαμβάνοντας τη δέκατη θέση στο Top Ten της Μεγάλης Βρετανίας και χάρη στο οποίο κέρδισαν μία θέση ανάμεσα στα επιτυχημένα συγκροτήματα της Αγγλίας.
Η ιστορία ξεκίνησε όταν το συγκρότημα πλησίασε ο Daniel Miller (μουσικός παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής και ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρίας Mute Records) με τον οποίο υπέγραψαν συμβόλαιο. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής ήταν το πρώτο single του συγκροτήματος, Dreaming Of Me, το οποίο κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1981 και φτάνοντας στη 51η θέση των charts της Μεγάλης Βρετανίας. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε το δεύτερο single, New Life, το οποίο έφτασε στην 11η θέση των charts.
Το Σεπτέμβριο του 1981, κυκλοφορεί το τρίτο single, Just Can’t Get Enough, το οποίο ήταν το πρώτο single του συγκροτήματος που έφτασε στο top ten των singles στη Μεγάλη Βρετανία και ήταν το πρώτο single που έγινε video clip και το μοναδικό στο οποίο συμμετέχει ο Vince Clarke. Το b-side του ήταν το πρώτο instrumental (καθαρά ορχηστρικό, χωρίς στίχους) κομμάτι του συγκροτήματος, Any Second Now. Το b-side εμφανίζεται σε κάποιες εκδόσεις του Speak and Spell με στίχους, η πραγματική του όμως εκτέλεση είναι instrumental.
Το Speak and Spell ήταν το πρώτο και τελευταίο άλμπουμ με κύριο συνθέτη τον Vince Clarke, ο οποίος αποφασίζει να αφήσει τους Depeche Mode και να δημιουργήσει με την Alison Moyet τους Yazoo και αργότερα τους Erasure. Το γεγονός αυτό έγινε αφού ολοκληρώθηκε η ομώνυμη περιοδεία Speak and Spell Tour και τη συνθετική σκυτάλλη πήρε ο Martin Gore. Ο Gore είχε συνθέσει δυο τραγούδια στο Speak and Spell, τα Tora Tora Tora! και Big Muff.
Το Νοέμβριο του 1981 ο Clarke αφήνει τους Depeche Mode για να δημιουργήσει τους Yazoo, ενώ οι Depeche Mode απέκτησαν τον Alan Wilder, έπειτα από απάντηση του σε αγγελία που είχαν τοποθετήσει οι Depeche Mode σε μουσικό περιοδικό για τη θέση κιμπορντίστα. Ο Wilder πήρε τη θέση μετά από οντισιόν, για να ξεκινήσει μια νέα και μεγάλη εποχή του συγκροτήματος, αυτή που ο κύριος συνθέτης είναι ο Martin Gore και ο Alan Wilder είναι μέλος του συγκροτήματος.
Η πρώτη περιοδεία των Depeche Mode
Το 1982, με την προσθήκη του κιμπορντίστα Alan Wilder, ο οποίος συμμετείχε στην περιοδεία αλλά δεν συνείσφερε καθόλου στον επόμενο δίσκο, A Broken Frame που κυκλοφόρησε το 1982, οι Depeche Mode έβγαλαν το τέταρτο single, και το πρώτο single του Gore, ή το πρώτο single που δεν ήταν του Clarke, γνωρίζοντας μεγαλύτερη επιτυχία και από τα τρία προηγούμενα, φτάνοντας στην 6η θέση των τσαρτς, See You. Εκείνη τη στιγμή οι Depeche Mode βρίσκονταν στην πρώτη τους περιοδεία, σε πολλές χώρες, ομώνυμη του 4ου single, See You tour. Πριν ολοκληρωθεί το A Broken Frame, είχαν κυκλοφορήσει και τα άλλα δυο singles που συμμετέχουν στο δίσκο, The Meaning Of Love και το Leave In Silence. To A Broken Frame είχε την ίδια περίπου επιτυχία με το προηγούμενο άλμπουμ τους πουλώντας 200.000 περίπου δίσκους (στις Η.Π.Α.) και το συγκρότημα ξεκίνησε την δεύτερη περιοδεία του μέσα στον ίδιο χρόνο (1982), την Broken Frame tour.
Όλα τα τραγούδια γράφτηκαν από τον Martin Gore, ο οποίος απέδειξε ότι είχε επίσης μεγάλο ταλέντο στη μουσική σύνθεση όσο και ο Vince Clarke. Τα τραγούδια του Α Broken Frame, παρόλο που το κοινό τα ζητούσε στις συναυλίες, όπως το See You, Leave In Silence, The Meaning Of Love, The Sun and the Rainfall, δεν συμπεριλαμβάνονταν στις συναυλίες των Depeche Mode από την περιοδεία του Music For The Masses και μετά. Το μοναδικό τραγούδι του δίσκου που ερμηνεύτηκε εκ νέου ήταν το Leave In Silence, το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 2006 (δεν ερμηνεύτηκε η αυθεντική εκτέλεση, αλλά το τραγούδησε ο Martin Gore με συνοδεία πιάνου), μετά από είκοσι χρόνια (η τελευταία φορά που παίχτηκαν κάποια από τα τραγούδια του A Broken Frame σε συναυλίες ήταν στην περιοδεία του Black Celebration tour. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι το single Leave In Silence είναι το πρώτο single του συγκροτήματος που φέρει την Ετικέτα “Bong”, μια ετικέτα που συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Το A Broken Frame ξεκίνησε να ηχογραφείται από το Δεκέμβριο του 1981 μέχρι τον Ιούλιο του 1982, για να κυκλοφορήσει το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Τα singles που υπάρχουν μέσα στο συγκεκριμένο δίσκο είναι τα: See You, The Meaning of Love και το Leave In Silence. Ο David Gahan είναι ο τραγουδιστής όλων των τραγουδιών, ενώ στο τραγούδι Shouldn’t Have Done That ο D. Gahan κάνει φωνητικό ντουέτο με τον M. Gore. Χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος και η κυκλοφορία του επόμενου δίσκου για να υπάρξει τραγούδι στο οποίο τραγουδάει ο Martin Gore. Το τραγούδι Nothing To Fear είναι το μοναδικό instrumental τραγούδι του δίσκου.
Η κυκλοφορία του Construction Time Again
Το Construction Time Again, με 200.000 πωλήσεις (στις Η.Π.Α.), ήταν το τρίτο studio album των Depeche Mode, και το πρώτο album που συνέβαλε ο Alan Wilder, βοηθώντας στην παραγωγή του δίσκου, επεξεργαζόμενος τα demo του Martin Gore και συνθέτοντας ο ίδιος δυο τραγούδια μέσα στο δίσκο, τα Two Minute Warning και The Landscape Is Changing. Ο Wilder επίσης συνέθεσε το b-side του single Love In Itself, με τίτλο Fools. Η πρώτη συνεισφορά, βέβαια, του Alan Wilder ήταν η δημιουργία του single Get The Balance Right!, μια σύνθεση του Gore, στην οποία ο Alan Wilder βοήθησε στην παραγωγή και τη τελική επεξεργασία. Το Get The Balance Right! κυκλοφόρησε πριν από τα singles του Construction Time Again, όμως δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στο δίσκο, παρά μόνο σε συλλογές.
Το ύφος του δίσκου για την εποχή του χαρακτηρίζεται περισσότερο ηλεκτρονικό και περισσότερο “εύθυμο” σε σχέση με το προηγούμενό του. Ο Martin Gore συνέθεσε την εποχή αυτή το πρώτο δικό του γνωστό τραγούδι το οποίο παιζόταν για πολλά χρόνια στις περιοδείες του, στην αυθεντική ή μη εκτέλεσή του, το Everything Counts.
Το άλμπουμ ξεκίνησε να ηχογραφείται την άνοιξη του 1983 μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους και κυκλοφόρησε στην αγορά τον Αύγουστο του 1983. Ο αυθεντικός δίσκος Construction Time Again περιέχει δέκα τραγούδια: Τα singles που υπάρχουν στο δίσκο είναι τα Everything Counts και Love In Itself, ενώ το τελευταίο τραγούδι είναι μια μικρής διάρκειας εκτέλεση του Everything Counts η οποία ερμηνεύεται μόνο με τις φωνές του Gore και του Wilder και παίζεται ένα απαλό ηλεκτρονικό όργανο (το ίδιο με το οποίο έκλειναν οι Depeche Mode το τραγούδι στις συναυλίες, αφήνοντας το πλήθος να τραγουδάει τους στίχους του ρεφραίν του Everything Counts).
Στα βρετανικά charts, το Construction Time Again, έφτασε την 6η θέση.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Το τραγούδι Pipeline είναι το πρώτο τραγούδι το οποίο τραγουδάει σόλο ο Gore, το οποίο άνοιξε το δρόμο στη δημιουργία τουλάχιστον ενός τραγουδιού σε κάθε δίσκο (από αυτό το σημείο και έπειτα) στο οποίο τραγουδάει ο Martin Gore.
Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από το δεύτερο στίχο του τραγουδιού Pipeline – Get out the crane – Construction time again ….
To Love In Itself είναι το πρώτο τραγούδι των Depeche Mode που ακούγεται, αν και πολύ λίγο, κιθάρα, σε ένα πολύ μικρό σημείο. Η κιθάρα θα εμφανιζόταν και πάλι στην εποχή του Black Celebration, όμως πρωταγωνιστικό ρόλο θα έπαιρνε μόλις το 1989, με το Personal Jesus.
Η επιτυχία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και την Αυστραλία
Οι Depeche Mode άρχισαν ήδη να γνωρίζουν επιτυχία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και την Αυστραλία με τις προηγούμενες δουλειές τους, αυτό που όμως απογείωσε το συγκρότημα για πρώτη φορά σε έντονο βαθμό ήταν η κυκλοφορία του νέου τους single, People Are People, το Μάρτιο του 1984. Το single γνώρισε την επιτυχία στα charts πολλών χωρών και ήταν το πρώτο single που έγινε hit στις Η.Π.Α. Η Sire Records μάλιστα κυκλοφόρησε και μια συλλογή ομώνυμη του τραγουδιού, η οποία περιείχε τραγούδια του συγκροτήματος από το 1982.
Το Some Great Reward κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο 1984 και έγινε η πιο εμπορική τους επιτυχία πουλώντας ένα εκατομμύριο δίσκους(στις Η.Π.Α.), κάνοντας αίσθηση στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Το ύφος του δίσκου ήταν πρωτόγνωρο για τη συνολική δουλειά του συγκροτήματος. Τα τραγούδια τώρα δίνουν περισσότερη βάση στους στίχους, αφήνοντας περισσότερα νοήματα. Αυτό, φυσικά, προκάλεσε και ποικίλες αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Η μουσική του δίσκου έγινε περισσότερο σκοτεινή, φτάνοντας και σε ένα πιο “γκόθικ” στοιχείο. Σε αρκετά κομμάτια διακρίνονται πολιτικές απόψεις, όπως το People Are People, άλλα αγγίζουν τη θρησκεία, Blasphemous Rumors, εφηβικές σχέσεις, Lie To Me, Master And Servant, ενώ εμφανίζεται και η πρώτη μπαλάντα που τραγουδάει ο Martin Gore, το Somebody, ένα από τα τραγούδια που ζητούσε το κοινό να ερμηνευτούν από τον Gore στις συναυλίες.
Το Some Great Reward άρχισε να ηχογραφείται από τον Ιανουάριο του 1984 μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ενώ κυκλοφόρησε τα τέλη του Αυγούστου 1984 – Σεπτέμβριο του 1984 και έφτασε την 5η θέση στα charts της Μεγάλης Βρετανίας. Το ακολούθησε η ομώνυμη περιοδεία, Some Great Reward tour, από την οποία κυκλοφόρησε και το πρώτο video από συναυλία του συγκροτήματος στο Αμβούργο το 1984, με τίτλο The World We Live In And Live In Hamburg.
Ένα χρόνο μετά (1985), η Mute Records κυκλοφορεί τη συλλογή The Singles 1981-1985, (Catching Up With Depeche Mode στις Η.Π.Α.) στην οποία συμπεριλαμβάνονταν δυο νέα singles, που δε μπήκαν ποτέ σε studio album, Shake The Disease και It’s Called A Heart.
Ακολουθώντας ένα πιο γκόθικ, μελαγχολικό και σκοτεινό ύφος
Η πέμπτη τους δουλειά ήταν το Black Celebration, δύο χρόνια μετά το άλμπουμ Some Great Reward, ακολουθώντας ένα πιο γκόθικ, μελαγχολικό και σκοτεινό ύφος. Το Black Celebration ήταν η σπουδαιότερη – μέχρι τότε – αλλαγή στη μουσική των Depeche Mode. Αυτό βέβαια άρχισε να γίνεται αισθητό το 1984 με το Some Great Reward, όμως το ύφος αυτό έγινε πιο “επίσημο” με αυτό το δίσκο, το 1986. Η πρώτη ιδέα δόθηκε με την κυκλοφορία του δέκατου πέμπτου single, Stripped, ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια των Depeche Mode σε όλη τους την ιστορία. Το σκοτεινό αυτό ύφος είχε εμφανιστεί μόνο εκείνη την περίοδο (1984-1986), καθώς το επόμενό του άλμπουμ, Music For The Masses, είχε ένα διαφορετικό τόνο. Ο επόμενος δίσκος που θα χαρακτηριζόταν “σκοτεινός”, έμελλε να ερχόταν επτά χρόνια αργότερα, με το Songs Of Faith And Devotion και άλλα τέσσερα χρόνια με το Ultra.
Ο δίσκος, παρότι παραμένει ο πιο αγαπημένος δίσκος για πολλούς φίλους του συγκροτήματος, αρχικά δε πούλησε περισσότερο όσο ο προηγούμενός του (Some Great Reward), ενώ κανένα από τα τρία singles που υπάρχουν στο Black Celebration δεν έγιναν τόσο δημοφιλή όσο τα singles του προηγούμενου (People Are People, Master And Servant).
To Black Celebration άρχισε να ηχογραφείται από το Φθινόπωρο του 1985 μέχρι τον Ιανουάριο του 1986, σε μια περίοδο που το συγκρότημα άρχισε να γίνεται πολύ γνωστό στον κόσμο, και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1986, φτάνοντας την τέταρτη θέση στα charts της Μεγάλης Βρετανίας.
Music For The Masses
Το 1987 κυκλοφόρησε το Music for the Masses το οποίο έκανε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική και είχε ως αποτέλεσμα να γίνει sold-out όλη η περιοδεία τους, η οποία ηχογραφήθηκε και έδωσε ένα διπλό live με τίτλο 101. Η συναυλία που έγινε στο Pasadena Rose Bowl με 80.000 κόσμο βιντεοσκοπήθηκε από τον Alan Wilder και κυκλοφόρησε σε βίντεο με τίτλο 101.
Το ύφος του δίσκου είναι και πάλι νέο, σε σχέση με το πιο σκοτεινό Black Celebration, αυτό τώρα είναι πιο “φωτεινό”, πιο ξεκάθαρο και πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με πολλά προηγούμενα. Στη Μεγάλη Βρετανία δε γνώρισε επιτυχία, αλλά ήταν το πρώτο επιτυχημένο άλμπουμ (συνολικά) στην Αμερική, ενώ τα singles του, αν και δεν έπιασαν τις πρώτες θέσεις στα charts της Αμερικής ή της Μεγάλης Βρετανίας, παρ’όλα αυτά έγιναν μεγάλες επιτυχίες και αναγνωρίστηκαν πολύ στην Αμερική για πρώτη φορά μετά από τις κυκλοφορίες των People Are People και Master And Servant, τρία χρόνια πριν. Τα singles έγιναν επιτυχίες σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως την τότε Δυτική Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Βραζιλία κτλ.
Ξεκίνησε να ηχογραφείται από το χειμώνα μέχρι το καλοκαίρι του 1987 ενώ κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1987, πουλώντας συνολικά λίγο παραπάνω από 5.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως. Αμέσως μετά ξεκίνησε η περιοδεία For The Masses, η οποία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1987 στη Μαδρίτη και ολοκληρώθηκε θριαμβευτικά τον Ιούνιο του 1988 στο στάδιο Rose Bowl. Το σκέλος της Αμερικανικής περιοδείας έγινε όλο Sold Out και δόθηκαν συναυλίες σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Επίσης οι Depeche Mode ήταν ένα από τα πολύ λίγα “δυτικά” συγκροτήματα που εμφανίστηκαν στο Ανατολικό Βερολίνο. Λόγω του αυστηρού καθεστώτος ήταν σπάνιο κάποιο συγκρότημα να παίξει στην Ανατολική Γερμανία.
Το Violator στα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών
Στη συνέχεια ήρθε το Violator (1990), το έβδομο studio album του συγκροτήματος. Πούλησε 7.5εκ δίσκους παγκοσμίως και έφτασε το νούμερο 2 στις πωλήσεις στην Αγγλία και το νούμερο 5 στις ΗΠΑ, όπου και έγινε τριπλά πλατινένιο. Το περιοδικό Rolling Stone το έχει κατατάξει ως το 342ο στα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Στην προώθηση του δίσκου στο Λος Άντζελες συγκεντρώθηκαν 17.000 κόσμου σε δισκάδικο, όπου οι D.M. υπέγραφαν αυτόγραφα. Στις ΗΠΑ δύο συναυλίες τους, στο Giants Stadium της Νέας Υόρκης και στο Dodger Stadium του Λος Άντζελες, έγιναν sold-out μέσα σε λίγες ώρες. Το άλμπουμ περιλάμβανε κομμάτια που μέχρι σήμερα κάνουν επιτυχία όπως το Enjoy the Silence, το οποίο γίνεται ρεμίξ από πολλούς dj, το Policy of Truth (θεωρείται το αγαπημένο κομμάτι των Αμερικανών από όλα των Depeche Mode), το Personal Jesus και το World in My Eyes.
Ένας ακόμα λόγος της πολύ μεγάλης επιτυχίας ήταν η συνέχεια της πολύ καλής δουλειάς τού συγκροτήματος, παρά τις επιτυχίες που είχε ήδη σημειώσει μέχρι και την 101 το καλοκαίρι του 1988. Ο περισσότερος κόσμος πίστευε ότι το συγκρότημα δε θα έβγαζε κάτι ανάλογο στη συνέχεια, το Violator δημιουργήθηκε για να διαψεύσει τις φήμες αυτές. Το συγκρότημα έδωσε τα πρώτα δείγματα του Violator δημιουργώντας το πρώτο του single, Personal Jesus το 1989. Το single αυτό ήταν ίσως το πρώτο τραγούδι των Depeche Mode, που έκανε την αρχή μιας νέας εποχής, δηλαδή αυτή της κιθάρας στον ηλεκτρονικό ήχο του συγκροτήματος. Οι Depeche Mode ήδη χρησιμοποιούσαν κιθάρα μέχρι το Violator, το Personal Jesus όμως ήταν η αρχή της εποχής που η κιθάρα άρχισε να παίζει σημαντικότερο ρόλο στη μουσική τους, για να ακολουθήσει το Enjoy The Silence, Policy Of Truth και να συνεχιστεί ακόμα περισσότερο στα επόμενα albums.
Το Violator ήταν το άλμπουμ που έκανε τους Depeche Mode πασίγνωστους παγκοσμίως. Το συγκρότημα είχε ήδη γνωρίσει μεγάλη απήχηση από τον κόσμο μέχρι τον προηγούμενό του δίσκο, όμως το Violator κυριολεκτικά απογείωσε τη φήμη των Depeche Mode. Μέχρι σήμερα παραμένει το άλμπουμ που πουλήθηκε περισσότερο από όλα τα άλλα, ξεπερνώντας τα 13,5 εκατομμύρια πωλήσεις.
Η αλλαγή του ήχου των Depeche Mode γνώρισε ανάμικτες αντιδράσεις
Μετά από το Violator ήρθε το Songs of Faith and Devotion το 1993. Αρχικά, ο δίσκος αυτός γνώρισε ανάμικτες αντιδράσεις, καθώς ήταν η μεγαλύτερη ίσως αλλαγή στον ήχο της μουσικής των Depeche Mode. Η πρώτη αλλαγή σε ήχο έγινε το 1986 με το Black Celebration, που όμως είχε παραμείνει στο καθαρά ηλεκτρονικό στοιχείο χωρίς τη χρήση κιθάρας. Τώρα, το Songs Of Faith And Devotion έφερε τη μεγαλύτερη αλλαγή στη μουσική. Η κιθάρα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα τραγούδια, με παραμορφωμένο ήχο ή μη, το ύφος είναι σκοτεινό, ενώ συνυπάρχει η αίσθηση σκοταδισμού, νοσταλγίας, έρωτα, θρησκείας κτλ.
Στα νέα για τα δεδομένα του συγκροτήματος, όργανα συμπεριλαμβάνονται τα drums και στα τραγούδια διακρίνουμε και μια τάση προς τις φωνές gospel. Το ύφος του άλμπουμ είναι σκοτεινό, ορισμένες φορές “καταστροφικό”, περισσότερο συναισθηματικό και κάποιες φορές λυπηρό, μελαγχολικό. Ακόμη και σήμερα, ένα μέρος της “παλαιότερης γενιάς” φανατικών του συγκροτήματος προτιμάει τους προηγούμενους δίσκους των Depeche Mode ως “περισσότερο αυθεντικούς” στον ήχο που τους έκανε γνωστούς. Πράγματι, η αλλαγή του ήχου των Depeche Mode στο “Songs Of Faith And Devotion” σε σχέση με τους δίσκους της δεκαετίας του 1980 είναι πολύ μεγάλη.
Ξεκίνησε να ηχογραφείται από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1992 και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1993.
Η “σκοτεινή εποχή” του συγκροτήματος και η αποχώρηση του Alan Wilder
Η κόπωση του Gahan λόγω των ναρκωτικών ήδη ήταν εμφανής στο τέλος της περιοδείας αυτής. Τότε που οι Depeche Mode ήταν στο ζενίθ της επιτυχίας ήρθαν τα προβλήματα. Ο Alan Wilder απογοητεύτηκε και αποχώρησε από το συγκρότημα το 1995 και ασχολήθηκε με το προσωπικό πειραματικό σχήμα Recoil, ενώ ο Gahan αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δυο φορές. Ένα χρόνο αργότερα (1996), συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών και υποχρεώθηκε να μπει σε μονάδα αποτοξίνωσης, καθώς βρέθηκε στο σπίτι του στο Λος Άντζελες έχοντας πάρει υπερβολική δόση κοκαΐνης και ηρωίνης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στο τελευταίο, κυρίως, σκέλος της US Tour (1994), ο Gahan κάποιες φορές αδυνατούσε να εμφανιστεί. Χαρακτηριστικότερη ατυχής στιγμή του, όταν σε κάποια συναυλία υπέστη κάποιο μίνι καρδιακό πρόβλημα και δεν εμφανίστηκε καθόλου στη σκηνή, και οι Depeche Mode ερμήνευσαν μόνο δέκα περίπου τραγούδια, με τον Gore να τα τραγουδάει.
Στο δεύτερο μισό της “Exotic Tour” ο Andrew Fletcher αρνήθηκε να συμμετάσχει για ψυχολογικούς λόγους και τη θέση του πήρε ο Daryl Bamonte, φίλος και βοηθός του συγκροτήματος.
Η αισθητή απουσία του Wilder
Μετά από διάλειμμα τεσσάρων ετών, το 1997 επέστρεψαν, οι τρεις τους τώρα πια, με το άλμπουμ Ultra στο οποίο, παρόλο που πήγε αρκετά καλά, ήταν αισθητή η απουσία του Wilder. Η μουσική σε αυτό το δίσκο δείχνει την αδυναμία στην οποία βρίσκονταν το συγκρότημα, Ο Gahan εξασθενημένος από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η συνεισφορά του Wilder να απουσιάζει και τα τραγούδια να έχουν ένα μελαγχολικό και σκοτεινό ύφος ενός εξαντλημένου συγκροτήματος. Παρόλα αυτά, στο Ultra μπορεί κάποιος να ακούσει τραγούδια που συνδέουν την προηγούμενη εποχή του Songs Of Faith And Devotion, όπως το Barrel Of A Gun, με την μετέπειτα εποχή των Singles 1986-1998 και του Exciter, όπως το It’s No Good.
Ο δίσκος ξεκίνησε να ηχογραφείται τον Ιανουάριο του 1996 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1997 στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1997, έχει διάρκεια 60:04 και έφτασε στο Νο 1 των charts της Μεγάλης Βρετανίας, της Γερμανίας και της Σουηδίας. Το 2007 επανακυκλοφόρησε σε διπλό cd μαζί με το Exciter (που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2001).
Η εποχή των Singles
Το συγκρότημα στην αρχή του 21ου αιώνα παρέμενε δημοφιλές, ιδιαίτερα στην Αμερική και τη δυτική Ευρώπη. Μετά από την κυκλοφορία του Ultra, ένα χρόνο μετά το συγκρότημα συνθέτει το single Only When I Lose Myself το 1998, κυκλοφορεί σε ένα δίσκο-συλλογή τα Singles 1986-1998 και επιστρέφει, μετά από τέσσερα χρόνια στη σκηνή, δίνοντας συναυλίες σε Ευρώπη και Αμερική. Η συλλογή The Singles 1986-1998 είναι η συλλογή όλων των singles των Depeche Mode από το 1986 έως το 1998 και κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1998. Σε αυτήν υπάρχουν 21 τραγούδια και σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και το νέο – για την εποχή – single, Only When I Lose Myself.
Η περιοδεία που ακολούθησε, με ομώνυμο τίτλο The Singles Tour, ήταν η πρώτη περιοδεία μετά τις Devotional/Exotic/USA Tour του 1993-4 και είναι η πρώτη περιοδεία χωρίς τον Alan Wilder, κι επίσης η πρώτη περιοδεία που τα μέλη του συγκροτήματος είναι τρία. Γι’ αυτό το λόγο, το συγκρότημα προσέλαβε κάποιους βοηθούς και τραγουδίστριες για τις συναυλίες τους, τους οποίους χρησιμοποίησε και στις επόμενες τρεις περιοδείες (2001, 2006, 2009).
Η περιοδεία Singles Tour αποτελείτο από 65 συναυλίες, 33 στην Βόρεια Αμερική και 32 στην Ευρώπη και τραγουδήθηκαν κυρίως τα singles από το 1986 μέχρι το 1998, συν κάποια τραγούδια πριν το 1985 (Just Can’t Get Enough, Somebody) και κάποια τραγούδια από τον δίσκο Ultra.
Οι πειραματισμοί στους νέους ψηφιακούς ήχους της ηλεκτρονικής μουσικής
Οι Depeche Mode, βλέποντας την αγάπη του κόσμου τους, ανακτούν δυνάμεις και ο Martin Gore εμπνέεται για να δημιουργήσουν το επόμενο album, ένα χρόνο μετά την αλλαγή της δεκαετίας. Το 2001 ήρθε το δέκατο studio album, Exciter. Το στιλ του νέου δίσκου είναι περισσότερο ηλεκτρονικό και ατμοσφαιρικό, με τον Gore να πειραματίζεται περισσότερο στους νέους ψηφιακούς ήχους της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο δίσκος ξεκίνησε να ηχογραφείται από τον Ιούνιο του 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001 και κυκλοφόρησε τον Μάιο του ίδιου έτους. Είναι διάρκειας 56:40. Έφτασε το Νο 1 στα charts σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία και Νο 1 σε πωλήσεις στην Ευρώπη γενικότερα, πουλώντας πάνω από 1.400.000 αντίτυπα.
Playing The Angel
Η επιστροφή των Depeche Mode έγινε με τον ενδέκατο δίσκο, Playing the Angel τον Οκτώβριο του 2005 ο οποίος έφτασε στο #1 σε 18 χώρες και περιείχε το γνωστό, έως και σήμερα, single, Precious. Αυτός είναι ο πρώτος δίσκος στον οποίο υπάρχουν τραγούδια που τους στίχους τους έγραψε ο David Gahan και είναι ο πρώτος δίσκος, μετά από το Some Great Reward του 1984 που ο Gore δεν είναι ο μοναδικός συνθέτης των τραγουδιών. Με αφορμή την επιτυχημένη, αυτή τη φορά, επιστροφή του συγκροτήματος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2005 η περιοδεία Touring the Angel, όπου τελείωσε άκρως επιτυχημένα την 1 Αυγούστου του 2006 στην Αθήνα. Ο απολογισμός ήταν δυόμισι εκατομμύρια θεατές σε 31 χώρες, σχεδόν όλες οι συναυλίες sold-out καθώς και ένα τριπλό dvd/cd, το Touring The Angel: Live In Milan.
Sounds Of The Universe
Την άνοιξη του 2009 οι Depeche Mode επιστρέφουν με το single Wrong και τη δημιουργία του δωδέκατου δίσκου Sounds Of The Universe, ο οποίος γνώρισε επιτυχία στην Ελλάδα τον πρώτο καιρό. Ο ήχος του Sounds Of The Universe θυμίζει, όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Martin Gore τον παλιό ήχο των Depeche Mode.
Τα albums των Depeche Mode
- Speak and Spell (1981)
- A Broken Frame (1982)
- Construction Time Again (1983)
- Some Great Reward (1984)
- Black Celebration (1986)
- Music For the Masses (1987)
- 101 (Live) (1989)
- Violator (1990)
- Songs of Faith and Devotion (1993)
- Songs of Faith and Devotion (Live) (1993)
- Ultra (1997)
- Exciter (2001)
- Playing the Angel (2005)
- Sounds of the universe (2009)
- Delta Machine (2013)