Οι Deep Purple δημιουργήθηκαν στο Χέρτφορντσαϊρ το 1968. Μαζί με τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath αποτελούν την τριάδα των προπατόρων του heavy metal.
Οι Deep Purple, χρωστάνε το όνομά τους στον πιανίστα Peter De Rose και πιο συγκεκριμένα, στην ομώνυμη μεγάλη jazz επιτυχία του, που τύγχανε να είναι και το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ. Η σύνθεση είχε δημοσιευθεί το 1933 ως σύνθεση για πιάνο. Τον επόμενο χρόνο, ο Paul Whiteman το ενορχήστρωσε για την Big Band Orchestra του, η οποία έκανε την jazz, κυρία όπως του άρεσε να λέει. Η ενορχήστρωση αυτή έγινε τόσο δημοφιλής σε πωλήσεις παρτιτούρας, που είχε σαν αποτέλεσμα το 1939, να προστεθούν και στίχοι από τον Mitchell Parish:
“When the deep purple falls
over sleepy garden walls
And the stars begin to twinkle in the sky
In the mist of a memory
you wander back to me
Breathing my name with a sigh…”
Οι Deep Purple έχουν μπει στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες ως το πιο θορυβώδες συγκρότημα για την συναυλία τους στο Rainbow Theatre του Λονδίνου το 1972 και έχουν πουλήσει πάνω από 100.000.000 δίσκους.
Είναι ενεργοί ως συγκρότημα από το 1968, με μία οκταετή διακοπή από το 1976 μέχρι το 1984. Η πιο επιτυχημένη σύνθεση τους υπήρξε η δεύτερη γραμμή μελών τους, η οποία αποτελούνταν από τον τραγουδιστή Ίαν Γκίλαν, τον κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ, τον μπασίστα Ρότζερ Γκλόβερ, τον κιμπορντίστα Τζον Λορντ και το ντράμερ Ίαν Πέις. Η σύνθεση αυτή υπήρξε σε τρεις διαφορετικές περιόδους, από το 1969 ως το 1973, από το 1984 ως το 1989 και από το 1992 ως το 1993. Άλλοι μουσικοί που πέρασαν από το συγκρότημα ήταν οι τραγουδιστές Ροντ Έβανς, Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ και Τζο Λιν Τέρνερ, οι κιθαρίστες Τόμι Μπόλιν και Στηβ Μορς, οι μπασίστες Νικ Σίμπερ και Γκλεν Χιουζ και ο κιμπορντίστας Ντον Έρεϊ που αντικατέστησε τον Λορντ το 2002.
Σε δημοψήφισμα του βρετανικού ραδιοφωνικού σταθμού Planet Rock, το κοινό τους κατέταξε πέμπτους στην λίστα με τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα όλων των εποχών, ενώ το 2008 έλαβαν το Legend Award στα World Music Awards. Το 2016, εισήχθησαν στο Rock and Roll Hall of Fame μετά από συνεχείς αναβολές, παρά την προτίμηση του κοινού κατά τις ψηφοφορίες.
Τα πρώτα βήματα των Deep Purple
Ο προπομπός των Deep Purple δημιουργήθηκε το 1967, όταν ο ντράμερ των Searchers, Κρις Κέρτις, θέλησε να σχηματίσει ένα συγκρότημα που θα έφερε την ονομασία Roundabout, πείθοντας τον επιχειρηματία Τόνι Έντουαρντς να χρηματοδοτήσει την προσπάθεια του. Ο Έντουαρντς αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Τζον Κολέτα και τον Ρον Χάιρ στην HEC Enterprises.
Πρώτη τους επιλογή υπήρξε ο κιμπορντίστας Τζον Λορντ, πρώην μέλος των The Artwoods. Εκείνη την περίοδο έπαιζε στους The Flower Pot Men, μαζί με τον μπασίστα Νικ Σίμπερ και το ντράμερ Κάρλο Λιτλ, οι οποίοι πρότειναν για κιθαρίστα τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Η HEC έδιωξε τον Κέρτις από το συγκρότημα λόγω της συχνής χρήσης LSD, με αποτέλεσμα η τριάδα των Μπλάκμορ, Λορντ και Σίμπερ να ζητήσει από τον Μπόμπι Γούντμαν να αναλάβει τα τύμπανα.
Τον Μάρτιο του 1968, οι τέσσερις μουσικοί μετακόμισαν στο Σάουθ Μιμς του Χέρτφορντσαϊρ, όπου συνέθεταν νέα κομμάτια και περνούσαν διάφορους τραγουδιστές από οντισιόν. Αφού προσέλαβαν τον Ροντ Έβανς των The Maze, ο Γούντμαν διαφώνησε με το συγκρότημα για το μουσικό του ύφος και δοκίμασαν το ντράμερ των The Maze, Ίαν Πέις, μετά την ένταξη του οποίου στο σχήμα ολοκληρώθηκε η αρχική τους σύνθεση.
Τον Απρίλιο και το Μάιο του 1968 οι Deep Purple περιόδευσαν στην Δανία ως Roundabout, πριν αλλάξουν το όνομα τους σε Deep Purple μετά από πρόταση του Μπλάκμορ, αφού αυτό ήταν το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του.
Εκείνο τον Μάιο, ηχογράφησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους στα Pye Studios του Λονδίνου, το οποίο κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα μέσω της δισκογραφικής εταιρείας Tetragammaton στην Βόρεια Αμερική και τον Σεπτέμβριο του 1968 μέσω της EMI στην Ευρώπη. Το “Shades of Deep Purple” έφτασε στο #24 στις Η.Π.Α. και το #19 στον Καναδά και ήταν μία μίξη του hard rock της δεκαετίας του ’60 με το ψυχεδελικό στυλ της εποχής. Το άλμπουμ ωθήθηκε από την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία, η οποία ήρθε με τη διασκευή στο “Hush” του Τζο Σάουθ, το οποίο ανέβηκε στο #4 των αμερικανικών και το #2 των καναδικών τσαρτ.
Το συγκρότημα ξεκίνησε την αμερικανική του περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ανοίγοντας συναυλίες των Cream του Έρικ Κλάπτον, αλλά μετά από μερικές εμφανίσεις η συνεργασία τους λύθηκε λόγω του μεγαλύτερου ενθουσιασμού που προκαλούσαν οι Deep Purple στο κοινό, σε σύγκριση με τους Cream οι οποίοι βρισκόταν στο τέλος της καριέρας τους.
Ακολούθησε, σύντομα, το “The Book of Taliesyn”, που συνέχισε στο ίδιο στυλ με το πρώτο τους άλμπουμ και περιείχε τις επιτυχίες “Kentucky Woman” και “River Deep – Mountain High”. αλλά όπως και ο πρώτος τους δίσκος, δεν κατάφερε να γνωρίσει επιτυχία στην Μεγάλη Βρετανία, όπου κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα.
Στις αρχές του 1969, το συγκρότημα ηχογράφησε το σινγκλ “Emmaretta”, εμπνευσμένο από την Εμμαρέτα Μαρκς, μέλος του μιούζικαλ ‘Hair”, το οποίο μπήκε στο Top-50 στην Αυστραλία και το #83 στον Καναδά. Τον Μάρτιο του 1969, ολοκλήρωσαν τις ηχογραφήσεις του τρίτου τους δίσκου, ο οποίος περιελάμβανε συνθέσεις όπως το “April”, όπου συνεργάστηκαν με μία δωδεκαμελή ορχήστρα, με τον Λορντ να φανερώνει τις επιρροές του από την κλασική μουσική. Η παραγωγή του άλμπουμ “Deep Purple” καθυστέρησε από την Tetragammaton, τα οικονομικά προβλήματα της οποίας δεν βοήθησαν στην προώθηση του, με αποτέλεσμα να φθάσει μόλις στο #162 στις Η.Π.Α.. Η εταιρεία διαλύθηκε και τα δικαιώματα της αγόρασε η Warner Bros. Παρ’ όλα αυτά, το τρίτο τους άλμπουμ περιείχε μόνο μία διασκευή, αυτήν στο “Lalena” του Donovan, και ο ρόλος του Μπλάκμορ μεγάλωσε σε σχέση με τους δύο πρώτους δίσκους τους. Οι Deep Purple περιόδευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Απρίλιο του 1969, παρουσιάζοντας μεγάλη βελτίωση στην ομοιογένεια και την τεχνική τους.
Η μεγάλη επιτυχία των Deep Purple
Ο Ροντ Έβανς είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για την μουσική, θέλοντας να μετακομίσει στις ΗΠΑ και να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού. Η τριάδα των Μπλάκμορ, Λορντ και Πέις αποφάσισε ότι ούτε ο Νικ Σίμπερ ταίριαζε στο hard rock ύφος που ήθελαν για το συγκρότημα και αποφάσισαν να αντικαταστήσουν και τους δύο. Ο Μικ Άντεργουντ πρότεινε στο συγκρότημα τον Ίαν Γκίλαν, μαζί με τον οποίο προσέλαβαν και τον μπασίστα Ρότζερ Γκλόβερ, μετά από προτροπή του Ίαν Πέις.
Πρώτη κυκλοφορία του ανανεωμένου συγκροτήματος ήταν το σινγκλ “Hallelujah”, το οποίο έφθασε ως το #108 του Billboard, αλλά δεν κατάφερε να μπει στους βρετανικούς καταλόγους επιτυχιών.
Τον Δεκέμβριο του 1969, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ “Concerto for Group and Orchestra”. Η εν λόγω ηχογράφηση έγινε στο Royal Albert Hall του Λονδίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 1969, σε συνεργασία με τη συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου, υπό την διεύθυνση του Μάλκολμ Άρνολντ. Το συγκρότημα γνώρισε μία αρχική επιτυχία στα βρετανικά τσαρτ φτάνοντας στο # 26 και η συγκεκριμένη κυκλοφορία υπήρξε η πρώτη συνεργασία ενός hard rock συγκροτήματος με μία συμφωνική ορχήστρα. Ένα χρόνο αργότερα, έπαιξαν το “Gemini Suite”, μία ακόμη σύνθεση του Τζον Λορντ.
Στις αρχές του 1970 περιόδευσαν ανοίγοντας τις εμφανίσεις των Canned Heat. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, κυκλοφόρησε το πρώτο, ηχογραφημένο σε στούντιο, άλμπουμ των Deep Purple με τους Γκίλαν και Γκλόβερ στη σύνθεση τους, φέροντας τον τίτλο “Deep Purple in Rock”. Ο δίσκος γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, φτάνοντας στο #4 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου παρέμεινε για 68 εβδομάδες στα τσαρτ και στο #1 στη Γερμανία, αν και γνώρισε πολύ μικρή επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το “Deep Purple in Rock” συνοδευόταν από το σινγκλ “Black Night”, την πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία του συγκροτήματος, αφού ανέβηκε στο Top-10 σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και την κορυφή των τσαρτ στην Αυστραλία. Περιείχε το θρυλικό κομμάτι “Child in Time“, αλλά και τα εκρηκτικά “Speed King”, “Flight of the Rat” και “Hard Lovin’ Man”. Για την προώθηση του δίσκου ξεκίνησαν μία μεγάλη περιοδεία η οποία πέρασε από την Ευρώπη, την Αμερική και την Ωκεανία, καταλήγοντας στις 31 Ιουλίου του 1971, στο Σολτ Λέικ Σίτι των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εμφανίσεις αυτές έκαναν γνωστούς τους Deep Purple για την εξαιρετική και άγρια σκηνική παρουσία τους, ιδιαίτερα όταν ο Ρίτσι Μπλάκμορ έσπασε την κιθάρα του στο “National Jazz And Blues Festival” του 1970.
Το καλοκαίρι του 1971 περιόδευσαν στη Βόρεια Αμερική ανοίγοντας τις εμφανίσεις των Small Faces. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κυκλοφόρησαν το “Fireball”, το πρώτο #1 για το βρετανικό συγκρότημα στην πατρίδα του, μαζί με το Top-10 σινγκλ “Strange Kind of Woman” το οποίο είχε κυκλοφορήσει μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο δίσκος έγινε χρυσός στις Ηνωμένες Πολιτείες, και περιείχε τα πολύ δυνατά “Fireball” (#15 στη Μεγάλη Βρετανία), “No No No” και “Fools”. Το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται και το πιο progressive άλμπουμ των Deep Purple της δεκαετίας του ’70, κάτι που ταίριαζε στις προτιμήσεις του τραγουδιστή Ίαν Γκίλαν, αλλά όχι και σε αυτές του κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ ο οποίος προτιμούσε ένα πιο βαρύ και ευθύ hard rock ήχο.
Η αρχική περιοδεία για την προώθηση του “Fireball” κράτησε μόνο δύο μήνες, με σκοπό το συγκρότημα να ξεκινήσει πρόβες για τον επόμενο δίσκο του, αφού δεν ήθελαν να περάσει ανάλογο διάστημα όπως αυτό ανάμεσα στις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Για το σκοπό αυτό, ταξίδεψαν τον Δεκέμβριο του 1971, στο Μοντρέ της Ελβετίας, με το φορητό στούντιο ηχογραφήσεων των Rolling Stones. Κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, θέλησαν να παρακολουθήσουν μία ζωντανή εμφάνιση του Frank Zappa στο καζίνο της περιοχής. Η συγκεκριμένη συναυλία είχε επεισοδιακό τέλος, αφού ένας οπαδός εκπυρσοκρότησε ένα όπλο με φωτοβολίδες και η οροφή του κτιρίου πήρε φωτιά, με αποτέλεσμα το κτίριο να καεί ολοσχερώς. Η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνεται σε ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του συγκροτήματος, αλλά και της ροκ μουσικής γενικότερα, το “Smoke on the Water“.
Το νέο άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1972, με τίτλο “Machine Head”. Ο δίσκος έφτασε στο #1 στην Βρετανία, την Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και σε αρκετές ακόμη χώρες, ενώ μπήκε στο Top-10 στις Ηνωμένες Πολιτείες και παρέμεινε στα τσαρτ για 118 εβδομάδες, για να βραβευθεί ως διπλά πλατινένιος. Το εν λόγω άλμπουμ περιείχε μεγάλες επιτυχίες όπως τα “Smoke on the Water“, “Highway Star”, “Lazy” και “Space Truckin” και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του είδους. Το αρχικό σινγκλ του δίσκου ήταν το τραγούδι “Never Before”, το οποίο δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τα προηγούμενα σινγκλ του συγκροτήματος, αφού έφθασε μόλις στο #35 στα βρετανικά τσαρτ. Η παρατεταμένη, όμως, επιτυχία του άλμπουμ οδήγησε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει σε μορφή σινγκλ το “Smoke on the Water“, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου σκαρφάλωσε στο #4 και έγινε χρυσό, ενώ έφθασε στο #2 στον Καναδά.
Μία πολύ μεγάλη περιοδεία ξεκίνησε, κατά το ιαπωνικό κομμάτι της οποίας ηχογραφήθηκε το ιστορικό ζωντανό διπλό άλμπουμ “Made in Japan”, ένα από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Οσάκα και το Τόκιο, στις 15, 16 και 17 Αυγούστου του 1972 και αρχικά, οι Deep Purple είχαν δεχθεί να κυκλοφορήσει ο δίσκος μόνο στην Ιαπωνία, με τίτλο “Live in Japan”. Η εμπορική επιτυχία που παρουσίασε αλλά και ο μεγάλος αριθμός εισαγόμενων αντιτύπων από την Ιαπωνία προς την Ευρώπη και την Αμερική, ανάγκασε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει τον δίσκο σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα να γίνει πλατινένιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και να βραβευθεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Τον Ιανουάριο του 1973, το συγκρότημα θέλησε να συντηρήσει την συνεχόμενη επιτυχία του, κυκλοφορώντας το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους από το 1970, με τίτλο “Who Do We Think We Are”, το οποίο περιείχε την επιτυχία “Woman from Tokyo”. Ο δίσκος έλαβε μέτριες κριτικές, αποτέλεσμα των τεταμένων σχέσεων και της ανεπαρκούς συνεργασίας του Ίαν Γκίλαν με τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Ταυτόχρονα όμως, οι Deep Purple περιόδευαν συνεχώς σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ κατά τη διάρκεια του 1973 υπήρξαν διαστήματα στα οποία τρεις δίσκοι του συγκροτήματος (“Machine Head”, “Made in Japan” και “Who Do We Think We Are”) βρισκόταν ταυτόχρονα στο αμερικανικό Top-100, με αποτέλεσμα οι Deep Purple να είναι το πρώτο συγκρότημα σε πωλήσεις δίσκων για εκείνο το έτος, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι διαμάχες μεταξύ του Ρίτσι Μπλάκμορ και του Ίαν Γκίλαν, τα προβλήματα αλκοολισμού του τελευταίου και ο κορεσμός μετά από τις συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις, οδήγησαν το καλοκαίρι του 1973 το δίδυμο Γκίλαν και Γκλόβερ σε αποχώρηση από τους Deep Purple, τη στιγμή που το συγκρότημα βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητας του, έχοντας πουλήσει πάνω από 12 εκατομμύρια δίσκους μόνο το 1973, σύμφωνα με άρθρο του “New Yorker”.
Η αλλαγή των μελών των Deep Purple και του ήχου
Την θέση του μπασίστα κάλυψε ο Γκλεν Χιουζ, ενώ το μικρόφωνο προτάθηκε στον Πωλ Ρότζερς των Free, ο οποίος όμως αρνήθηκε γιατί είχε μόλις σχηματίσει τους Bad Company. Μετά από πολλές οντισιόν, νέος τους τραγουδιστής έγινε ο Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ.
Τον Φεβρουάριο του 1974, κυκλοφόρησαν τον δίσκο “Burn”, ο οποίος ανέβηκε στο #3 των βρετανικών τσαρτ και το #9 των αντίστοιχων αμερικανικών, αλλά και στο #1 σε αρκετά ευρωπαϊκά τσαρτ. Μεγάλες επιτυχίες του εν λόγω δίσκου ήταν το ομώνυμο κομμάτι, το “Might Just Take Your Life” και το “Mistreated”. Με τη νέα σύνθεση, οι Deep Purple εμφανίστηκαν στις 6 Απριλίου του 1974 ως πρώτο όνομα σε ένα μεγάλο φεστιβάλ στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α., το “California Jam”, μπροστά σε 250.000 θεατές και πάνω από τους Black Sabbath, Emerson, Lake and Palmer, Eagles και άλλους. Η συγκεκριμένη εμφάνιση, έχει αποτυπωθεί στο δίσκο “California Jamming”, ο οποίος κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια αργότερα. Από τις 3 μέχρι και τις 9 Απριλίου του 1974, οι Deep Purple έπαιξαν ζωντανά μπροστά σε κοινό που συνολικά υπερέβαινε τους 500.000 θεατές.
Τον Δεκέμβριο του 1974, κυκλοφόρησε το τελευταίο άλμπουμ πριν την αποχώρηση του Ρίτσι Μπλάκμορ, με τίτλο “Stormbringer”, με τα “Soldier of Fortune”, “Hold On” και “Stormbringer” να ξεχωρίζουν. Η συνεχής προσθήκη τζαζ και φανκ στοιχείων στον ήχο τους, αλλά και ο εθισμός των Χιούζ και Κόβερντεϊλ στα ναρκωτικά, οδήγησαν τον Απρίλιο του 1975 το ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, Ρίτσι Μπλάκμορ να αποχωρήσει και να δημιουργήσει το δικό του συγκρότημα με την ονομασία Ritchie Blackmore’s Rainbow, μαζί με τον τραγουδιστή Ρόνι Τζέιμς Ντίο.
Για την αντικατάσταση του προτάθηκαν ο Ρόρι Γκάλαχερ, ο Ζαλ Κλέμινσον, ο Μικ Ρόνσον, ο Κλεμ Κλέμπσον και ο Τόμι Μπόλιν, με τον τελευταίο να παίρνει την θέση. Πριν ενταχθεί στους Deep Purple έπαιζε με τους Zephyr και τους James Gang.
Με την τελευταία αυτή προσθήκη, οι Deep Purple πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν μόλις ένα δίσκο, το “Come Taste the Band”, τον Οκτώβριο του 1975. Στις 15 Μαρτίου του 1976, οι Deep Purple έδωσαν την τελευταία τους συναυλία, στο Λίβερπουλ. Ο λόγος της διάλυσης ήταν ότι ο εθισμός των Κόβερντεϊλ, Χιουζ και Μπόλιν στις ναρκωτικές ουσίες δημιουργούσε προβλήματα στις ζωντανές εμφανίσεις τους, κάτι που είναι φανερό στον ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο, “Last Concert in Japan”. Λίγους μήνες μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Τόμι Μπόλιν βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση, μετά την ζωντανή εμφάνιση του στο Μαϊάμι των Ηνωμένων Πολιτειών στις 4 Δεκεμβρίου 1976.
Η διάλυση των Deep Purple
Μέχρι την επανένωση τους το 1984, τα μέλη του συγκροτήματος δημιούργησαν άλλα επιτυχημένα και μη συγκροτήματα. Ο Ίαν Γκίλαν δημιούργησε αρχικά το progressive συγκρότημα Ian Gillan Band, ηχογραφώντας τρία στούντιο και ένα ζωντανό άλμπουμ, χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια σχημάτισε τους επιτυχημένους Gillan σε hard rock μονοπάτια, με πέντε Top-20 άλμπουμ και επτά Top-50 σινγκλ. Το 1983 τραγούδησε για το άλμπουμ “Born Again” των Black Sabbath, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
Ο Ρίτσι Μπλάκμορ δημιούργησε τους Rainbow με τον τραγουδιστή Ρόνι Τζέιμς Ντίο, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν στο συγκρότημα μουσικοί όπως ο Κόζι Πάουελ, ο Μπομπ Ντέισλι, ο Τζίμι Μπέην, ο Τόνι Κάρεϊ και ο Ντον Έρεϊ (μέλος των Deep Purple από το 2002 και έπειτα), ηχογραφώντας κάποια ιστορικά άλμπουμ όπως το “Rainbow Rising” του 1976 και το “Long Live Rock ‘n Roll” του 1977, πριν ακολουθήσουν έναν πιο εμπορικό ήχο με τους Γκράχαμ Μπονέτ αρχικά, και Τζο Λιν Τέρνερ στην συνέχεια, να αναλαμβάνουν τα φωνητικά.
Ο Τζον Λορντ δημιούργησε μαζί με τον Τόνι Άστον και τον Ίαν Πέις τους Paice, Ashton & Lord, ηχογραφώντας το άλμπουμ “Malice in Wonderland” τον Μάρτιο του 1977. Αργότερα προσχώρησε στους Whitesnake του Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με δίσκους όπως το “Ready an’ Willing”, το “Live…In the Heart of the City” και το “Come an’ Get It”, όπως και ο ντράμερ Ίαν Πέις, ο οποίος το 1982 αποχώρησε για να ενταχθεί στο συγκρότημα του Γκάρι Μουρ.
Ο Ρότζερ Γκλόβερ, αφού έκανε παραγωγή σε δίσκους των Nazareth, του Ρόρι Γκάλαχερ, των Judas Priest και των Status Quo, εντάχθηκε στους Rainbow του Ρίτσι Μπλάκμορ από το 1979 μέχρι το 1984. Ο Γκλεν Χιούζ ηχογράφησε το σόλο άλμπουμ “Play Me Out” και αργότερα, προσχώρησε στο συγκρότημα των Black Sabbath.
Από το 1976 ως το 1984, κυκλοφόρησαν διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις παλιότερων συναυλιών των Deep Purple (“Deep Purple in Concert”, “Live in London”) αλλά και επιτυχημένες συλλογές, όπως το “24 Carat Purple” και το “Deepest Purple” του 1980 που ανέβηκε στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ και είναι πλέον πλατινένιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επανένωση των Deep Purple
Τον Απρίλιο του 1984, το θρυλικό χαρντ ροκ συγκρότημα επανενώθηκε στην πιο επιτυχημένη του μορφή, με την σύνθεση των Μπλάκμορ, Γκίλαν, Γκλόβερ, Λορντ και Πέις. Αφού υπέγραψαν στην PolyGram, με διανομή μέσω της Mercury Records στην Αμερική και της Polydor στην Ευρώπη, ηχογράφησαν το νέο τους άλμπουμ στο Βερμόντ. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1984, κυκλοφόρησε το πλατινένιο “Perfect Strangers”, ανειβαίνοντας στο #5 στη Μεγάλη Βρετανία και το #17 στις Η.Π.Α. Μετά από τρεις συναυλίες στο Περθ της Αυστραλίας κατά τις οποίες εμφανίστηκε μαζί τους και ο πρώην κιθαρίστας των Beatles, Τζωρτζ Χάρισον, ξεκίνησε η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, κατά την οποία οι Deep Purple έπαιξαν σε μεγάλα στάδια μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς, φθάνοντας να είναι το δεύτερο πιο επιτυχημένο συγκρότημα σε έσοδα συναυλιών για το 1985, μετά τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Στην πατρίδα τους έδωσαν μόνο μία συναυλία, στο φεστιβάλ του Νέμπγουορθ μπροστά σε 80.000 θεατές, με τους Scorpions, UFO και Meat Loaf να ανοίγουν την εμφάνιση τους.
Μέσα στο 1986, ηχογράφησαν το επόμενο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1987 με τίτλο “The House of Blue Light” και σκαρφάλωσε στο #10 στη Βρετανία, το #34 στις Η.Π.Α. και την κορυφή αρκετών ευρωπαϊκών τσαρτ. Οι Deep Purple πειραματίστηκαν με διαφορετικούς ήχους στα πλήκτρα και synth κιθάρες. Στην περιοδεία του “The House of Blue Light” ηχογραφήθηκε το “Nobody’s Perfect”, βασισμένο στο set list του “Made in Japan”.
Το 1989, ο Ίαν Γκίλαν αποχώρησε για δεύτερη φορά από το συγκρότημα λόγω των ιδιαίτερα τεταμένων σχέσεων με τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Αντικαταστάτης του αυτή τη φορά ήταν ο Τζο Λιν Τέρνερ, πρώην τραγουδιστής των Rainbow, στα τέλη του ίδιου έτους. Με τον Τέρνερ στα φωνητικά οι Deep Purple κυκλοφορήσαν το μέτριο “Slaves and Masters” τον Οκτώβριο του 1990, το οποίο κατακρίθηκε λόγω της έντονης μελωδικότητας του. Για την προώθηση του, οι Deep Purple περιόδευσαν από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1991 και υπήρξαν συναυλίες που ο Τέρνερ αποδοκιμάστηκε. Το συγκρότημα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις ενός ακόμη άλμπουμ, αλλά η απογοήτευση των Λορντ, Γκλόβερ και Πέις με το υλικό, παράλληλα με την 25η επέτειο του συγκροτήματος που πλησίαζε, οδήγησαν σε αποχώρηση του Τέρνερ.
Τον Αύγουστο του 1992, επανενώθηκε για δεύτερη φορά η κλασική σύνθεση του γκρουπ, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε στον Μπλάκμορ από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος. Ο Γκίλαν ηχογράφησε κομμάτια τα οποία είχαν αρχικά κάνει κάποια ντέμο με τον Τέρνερ και τον Ιούλιο του 1993, κυκλοφόρησαν το “The Battle Rages On”, φθάνοντας ως το #21 στην πατρίδα τους, το #5 στη Ιαπωνία, όπου ο δίσκος έγινε χρυσός, αλλά μόλις στο #192 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η περιοδεία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο στην Ευρώπη, αλλά ο Μπλάκμορ δεν ήταν ικανοποιημένος από την αποχώρηση του προηγούμενου τραγουδιστή και για να δεχθεί να συνεργαστεί και πάλι με τον Γκίλαν απαίτησε και πληρώθηκε 250.000 δολάρια. Ο κιθαρίστας ανακοίνωσε την αποχώρηση του μετά το ευρωπαϊκό σκέλος της περιοδείας, παίζοντας την τελευταία του συναυλία με τους Deep Purple στις 17 Νοεμβρίου 1993 στο Ελσίνκι της Φινλανδίας.Κατά την διάρκεια της περιοδείας, ηχογραφήθηκε το ζωντανό άλμπουμ “Come Hell or High Water”, που έφθασε στο #30 στην Ιαπωνία.
Τη θέση του κιθαρίστα κάλυψε προσωρινά ο Τζο Σατριάνι. Η εταιρεία προώθησης του συγκροτήματος ενημέρωσε το κοινό για την επερχόμενη ιαπωνική περιοδεία, ότι ο Μπλάκμορ είχε αποχωρήσει και τους προσέφερε επιστροφή χρημάτων, αλλά από τις 80.000 εισιτήρια που προπωλήθηκαν μόνο οι 2.000 επεστράφησαν. Με τον Σατριάνι στη σύνθεση τους, οι Deep Purple ολοκλήρωσαν την περιοδεία της προώθησης του “The Battle Rages On” στις 5 Ιουλίου 1994. Στην συνέχεια, του πρότειναν να παραμείνει ως μόνιμο μέλος του συγκροτήματος, κάτι το οποίο αρνήθηκε λόγω του συμβολαίου του για την προσωπική του καριέρα, το οποίο τον απέτρεπε από το να περιοδεύσει στις ΗΠΑ με τους Deep Purple, όπως και του λίγου χρόνου που του απέμενε πέραν των υποχρεώσεων του.
Η αλλαγή σύνθεσης των Deep Purple και η ανανέωση
Το Νοέμβριο του 1994, ο Στηβ Μορς, μέλος των Dixie Dregs, εντάχθηκε στο συγκρότημα. Η νέα σύνθεση των Deep Purple ξεκίνησε τις ζωντανές εμφανίσεις της με μία περιοδεία στο Μεξικό, στα τέλη Νοεμβρίου του 1994. Μέσα στο 1995, περιόδευσαν σε χώρες τις οποίες δεν είχαν επισκεφθεί στο παρελθόν, περνώντας από την Κορέα, τη Νότιο Αφρική μαζί με τους Uriah Heep, όπως και την Ινδία, ενώ ηχογράφησαν τον επόμενο δίσκο τους.
Τον Φεβρουάριο του 1996, κυκλοφόρησαν το “Purpendicular”, φθάνοντας μόλις στο #58 στη Βρετανία αλλά και στο #3 στη Σουηδία, το οποίο περιείχε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της νεότερης ιστορίας του συγκροτήματος με τίτλο “Sometimes I Feel Like Screaming” και ξεκίνησαν μία πολύ μεγάλης κλίμακας παγκόσμια περιοδεία. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, κυκλοφόρησαν το ζωντανά ηχογραφημένο στο Παρίσι, “Live at the Olympia ’96”.
Τον Μάιο του 1998, επανήλθαν στην δισκογραφία με το άλμπουμ “Abandon”, το οποίο πήρε το όνομα του από την στάση της δισκογραφικής εταιρείας προς τον δίσκο. Το συγκρότημα ξεκίνησε να περιοδεύει τον Ιούνιο του 1998, συνεχίζοντας μέχρι το 2002.
Το 1999, αποφάσισαν να επανεκτελέσουν το ιστορικό “Concerto for Group and Orchestra”, αφού ο Ολλανδός οπαδός των Deep Purple και μουσικολόγος Μάρκο ντε Γκετζ, αναδημιούργησε τις παρτιτούρες εξ ακοής. Σε δύο εμφανίσεις του συγκροτήματος, στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου, οι Deep Purple μαζί με τον Ρόνι Τζέιμς Ντίο και άλλους μουσικούς έπαιξαν στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, τα τρία movement της αρχικής σύνθεσης του “Concerto” όπως και άλλα κομμάτια τους. Η κυκλοφορία “Live at the Royal Albert Hall” απαθανάτισε την συγκεκριμένη εμφάνιση.
Το 2000, το συγκρότημα περιόδευσε στην Ευρώπη μαζί με την Ρουμάνικη Φιλαρμονική Ορχήστρα, στο πρώτο μισό της οποίας συνοδευόταν από τον Ρόνι Τζέιμς Ντίο. Η εμφάνιση τους στο Ρότερνταμ στις 30 Οκτωβρίου 2000 ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε στο άλμπουμ “Live at the Rotterdam Ahoy”. Στις 1 Απριλίου 2001, έδωσαν μία φιλανθρωπικού τύπου συναυλία στην Μπανγκαλόρ της Ινδίας, για τα θύματα του σεισμού που είχε γίνει δύο μήνες νωρίτερα, στις 26 Ιανουαρίου. Το καλοκαίρι του 2001 περιόδευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους Lynyrd Skynyrd και τον Τεντ Νούτζεντ, ενώ στις 29 Μαΐου 2001 εμφανίστηκαν στην συναυλία του Λουτσιάνο Παβαρόττι στην Μόντενα της Ιταλίας, όπου ο Ίαν Γκίλαν τραγούδησε μαζί του το “Nessun Dorma” και το συγκρότημα έπαιξε το “Smoke on the Water“.
Το 2002, επέστρεψαν στην Μεγάλη Βρετανία για μία περιοδεία η οποία διακόπηκε λόγω μόλυνσης του Ίαν Γκίλαν και ξεκίνησε και πάλι τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς.
Ένταξη του Ντον Έρεϊ και αναγνώριση
Το 2002, ο Ντον Έρεϊ αντικατέστησε τον Τζον Λορντ στα πλήκτρα, μετά από επιθυμία του τελευταίου, με τους δύο κιμπορντίστες να μοιράζονται την σκηνή κατά την ευρωπαϊκή περιοδεία του συγκροτήματος. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2002, κατά την εμφάνιση των Deep Purple στο “Hammersmith Apollo” του Λονδίνου, οι Μπρους Ντίκινσον, Τζάνικ Γκερς και Νίκο Μακ Μπρέιν των Iron Maiden ανέβηκαν στη σκηνή για να παίξουν το “Smoke on the Water“.
Με τη νέα σύνθεση, κυκλοφόρησαν το “Bananas” τον Σεπτέμβριο του 2003 και περιόδευσαν στις αρχές του 2004 με τους Thin Lizzy στην Βόρεια Αμερική.Μέσα στη χρονιά εμφανίστηκαν ζωντανά στην Άπω Ανατολή και την Ωκεανία, με καλλιτέχνες όπως οι Rose Tattoo, Τζο Σατριάνι, Thunder και Πίτερ Φράμπτον να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους.
Μετά από μία συναυλία στην Ελβετία στις 3 Μαρτίου 2005, οι Deep Purple μεταφέρθηκαν στο Λος Άντζελες για την ηχογράφηση του επόμενου τους δίσκου. Την 1 Νοεμβρίου 2005 κυκλοφόρησε το “Rapture of the Deep”, φθάνοντας μόλις στο #81 στη Βρετανία και το #10 στη Γερμανία), ένα από τα πιο progressive άλμπουμ του συγκροτήματος.
Η περιοδεία για την προώθηση του “Rapture of the Deep” διήρκεσε από τον Ιανουάριο του 2006 μέχρι το Μάιο του 2011 με το συγκρότημα να δίνει 385 συναυλίες. Η περιοδεία ψηφίστηκε ως η έκτη καλύτερη του 2007 από τους ακροατές του βρετανικού “Planet Rock Radio”, ενώ εμφανίστηκαν ως πρώτο όνομα στο φεστιβάλ “Monsters of Rock” του 2006 μαζί με τους Άλις Κούπερ, Journey, Queensrÿche, κ.α., στο φεστιβάλ “Fête de l’Humanité 2009” στη Γαλλία μπροστά σε 100.000 θεατές, στο φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ στην Ελβετία το 2006 και το 2008, και το φεστιβάλ “Rock Over The Volga” στη Σαμάρα της Ρωσίας μπροστά σε 200.000 οπαδούς, το μεγαλύτερο κοινό μπροστά στο οποίο έπαιξαν μετά από το “California Jam” το 1974.
Ζωντανές ηχογραφήσεις του συγκροτήματος που κυκλοφόρησαν κατά την περιοδεία του “Rapture of the Deep” ήταν τα “Live at Montreux 2006” (2007) και “Live at Montreux 2011” (2011).
Τον Ιούνιο του 2011, οι Deep Purple περιόδευσαν για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την περιοδεία “The Songs That Built Rock”, στην οποία συμμετείχε και μία 38μελής ορχήστρα. Η περιοδεία συνεχίστηκε στην Ευρώπη τον Ιούλιο του ίδιου έτους και τον Οκτώβριο μεταφέρθηκε στη Νότια Αμερική. Η πολύ μεγάλη αυτή περιοδεία, συνεχίστηκε το χειμώνα του 2011 στην Ευρώπη και το Φεβρουάριο του 2012 στον Καναδά, για να ολοκληρωθεί με ένα πολύ μεγάλο ευρωπαϊκό κομμάτι, το οποίο ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου στην Εκατερίνμπουργκ της Ρωσίας και τελείωσε στις 10 Δεκεμβρίου στο Κλερμόντ της Γαλλίας.
Ο θάνατος του Τζον Λορντ
Στις 16 Ιουλίου του 2012, ο Τζον Λορντ απεβίωσε λόγω καρκίνου στο πάγκρεας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς το συγκρότημα ηχογράφησε τον επόμενο δίσκο του, ο οποίος είναι αφιερωμένος στο Λορντ. Η ανακοίνωση του δίσκου έγινε ταυτόχρονα με την ανάρτηση μιας σελίδας στο διαδίκτυο η οποία έκανε αντίστροφη μέτρηση για την ημέρα κυκλοφορίας του δίσκου. Στις 26 Φεβρουαρίου 2013, ανακοινώθηκε ότι ο τίτλος του νέου δίσκου θα ήταν “Now What?!” και η επίσημη κυκλοφορία του στις 30 Απριλίου 2013, αν και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυκλοφόρησε στις 26 και 29 Απριλίου. Ένα μήνα νωρίτερα, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ μετά το τραγούδι “Rapture of the Deep” του 2005, με τίτλο “Hell to Pay” μαζί με το κομμάτι “All the Time in the World”. Ο δίσκος σκαρφάλωσε στην κορυφή των τσαρτ στην Γερμανία, την Τσεχία, την Αυστρία και τη Νορβηγία, ενώ μπήκε στο Top-20 των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Μεγάλης Βρετανίας.
Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Deep Purple ξεκίνησαν την παγκόσμια περιοδεία τους από το Ντουμπάι και συνέχισαν με έξι συναυλίες στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Μετά την εμφάνιση τους στη Σιγκαπούρη στις 12 Μαρτίου 2013, έκαναν μία παύση για ενάμισι μήνα, με την περιοδεία να συνεχίζεται στην Ευρώπη ξεκινώντας από το Ισγκλ της Αυστρίας στις 30 Απριλίου. Ακολούθησαν εμφανίσεις σε όλη την Ευρώπη από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο του 2013, ενώ το 2014 συνέχισαν με εμφανίσεις στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Βόρεια Αμερική.
Infinite και Long Goodbye Tour
Στις 11 Ιουνίου 2014, ο Ίαν Γκίλαν δήλωσε ότι το συγκρότημα δουλεύει πάνω σε νέα κομμάτια σε στούντιο στο Αλγκάρβε της Πορτογαλίας. Παράλληλα, περιόδευσαν στη Νότια Αμερική το Νοέμβριο του 2014 και στο Μεξικό από τις 27 Μαΐου μέχρι τις 7 Ιουνίου 2015. Μέσα στο καλοκαίρι που ακολούθησε πραγματοποίησαν άλλη μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ολοκληρώνοντας την χρονιά με εμφανίσεις στην κεντρική Ευρώπη και τελευταία για το 2015 στο O2 Arena του Λονδίνου.
Την ίδια περίοδο, έγινε γνωστό ότι το συγκρότημα θα ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις του διαδόχου του “Now What?!” στις αρχές του 2016. Τον Απρίλιο του 2016, εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall of Fame, όπου τιμήθηκαν οι Γκίλαν, Μπλάκμορ, Γκλόβερ, Λορντ, Πέις, Κόβερντεϊλ, Χιουζ και Έβανς. Στα τέλη της χρονιάς, ανακοινώθηκε ότι το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος θα ονομάζεται “Infinite” και την παραγωγή του έχει επιμεληθεί και πάλι ο Μπομπ Έζριν. Στις 15 Δεκεμβρίου 2016, δόθηκε στην δημοσιότητα το κομμάτι “Time for Bedlam” ως πρώτο δείγμα από τον επερχόμενο δίσκο. Ακολούθησε η κυκλοφορία ενός ακόμη σινγκλ με τίτλο “All I Got Is You”, με το άλμπουμ να κυκλοφορεί στις 7 Απριλίου 2017. Ο δίσκος γνώρισε μεγάλη επιτυχία, επαναφέροντας τους Deep Purple στο Top-10 της Μεγάλης Βρετανίας για πρώτη φορά μετά το 1987, ενώ αποτέλεσε το όγδοο # 1 άλμπουμ τους στην Γερμανία, όπου έγινε χρυσό. Παράλληλα μπήκε στο Top-10 των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, όπως και στους καταλόγους επιτυχιών της Αυστραλίας και του Καναδά, όπου το συγκρότημα δεν είχε γνωρίσει επιτυχία από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Η περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ ξεκίνησε τον Μάιο του ίδιου έτους και έφερε την ονομασία The Long Goodbye Tour, πυροδοτώντας τις φήμες για διάλυση του συγκροτήματος μετά το τέλος της. Η The Long Goodbye Tour ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2019, με τους Deep Purple να εμφανίζονται σε 170 συναυλίες σε όλο τον κόσμο, με ονόματα όπως ο Alice Cooper, οι Europe, οι Judas Priest και οι In Flames μεταξύ άλλων να περιοδεύουν μαζί τους. Ο Ίαν Γκίλαν ανέφερε ότι παρ’ ότι υπήρχε ένα πλάνο για το τέλος του συγκροτήματος, κάτι τέτοιο αναβάλλεται για το μέλλον.
Το 21ο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο “Whoosh!”, είχε αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας τον Ιούνιο του 2020, αλλά η κυκλοφορία του αναβλήθηκε για τις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Με παραγωγό για τρίτη φορά τον Μπομπ Έζριν, αρχικά κυκλοφόρησαν τρία σινγκλ διαδικτυακά, το “Throw My Bones” στις 20 Μαρτίου, το “Man Alive” στις 30 Απριλίου και το “Nothing at All” στις 10 Ιουλίου του 2020. Ο δίσκος σκαρφάλωσε στην τέταρτη θέση του βρετανικού τσαρτ και αποτέλεσε το ένατο #1 άλμπουμ τους στη Γερμανία. Η περιοδεία για την πρόωθηση του δίσκου ανακοινωθηκε ότι θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 2021.
Η δισκογραφία των Deep Purple
- Shades of Deep Purple (1968)
- The Book of Taliesyn (1968)
- Deep Purple (1969)
- Deep Purple in Rock (1970)
- Fireball (1971)
- Machine Head (1972)
- Who Do We Think We Are (1973)
- Burn (1974)
- Stormbringer (1974)
- Come Taste the Band (1975)
- Perfect Strangers (1984)
- The House of Blue Light (1987)
- Slaves and Masters (1990)
- The Battle Rages On (1993)
- Purpendicular (1996)
- Abandon (1998)
- Bananas (2003)
- Rapture of the Deep (2005)
- Now What?! (2013)
- Infinite (2017)
- Whoosh! (2020)
- Turning to Crime (2021)