Ξεκίνησαν πολλοί, κατέληξαν σόλο.

Γιάννης Αγγελάκας

Πολλούς καλλιτέχνες τους γνωρίσαμε ως… παρέα, δηλαδή ως γκρουπ. Από τις Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά μέχρι τους Πυξ Λαξ και τους Συνήθεις Υπόπτους.

Πού βρίσκονται σήμερα τα μέλη τους και οι frontmen; Άλλος εδώ κι άλλος εκεί.

Ποια είναι η αιτία που ωθεί συνήθως έναν μουσικό να αποχωρήσει από το συγκρότημά του και να ακολουθήσει σόλο καριέρα; Αν ρωτήσεις τους καλλιτέχνες, ο μέσος όρος θα απαντήσει πως απλώς «έκλεισε ο κύκλος». Συνήθως δε αυτός ο μέσος όρος αποτελείται από τους συνθέτες – τραγουδιστές μιας μπάντας, τους ανθρώπους δηλαδή που γράφουν και ερμηνεύουν τα περισσότερα και πλέον κοσμαγάπητα τραγούδια τους. Πέραν αυτού του «τέλους ενός κύκλου», ελάχιστες φορές φτάνουν προς τα έξω τα πραγματικά αίτια του break μιας μπάντας: ανταγωνισμοί, έριδες, μίση και πάθη.

Η ελληνική μουσική είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα: Μουσικοί που αποσχίστηκαν από ένα συγκρότημα και έκαναν μια σημαντική δεύτερη καριέρα και μουσικοί που παρέμειναν μια ζωή στη σκιά του συγκροτήματος απ’ το οποίο προήλθαν. Μουσικοί, επίσης, των οποίων η σόλο πορεία υπήρξε τόσο αναγνωρισμένη, ώστε κανείς να μη θυμάται μετά τα πρώτα τους βήματα.

Τα Φώτα… δεν έσβησαν για τον Στάθη Δρογώση

Ποιος θυμάται, ας πούμε, Τα Φώτα που σβήνουν, το συγκρότημα του Στάθη Δρογώση; Δημιουργήθηκαν το 1996 ως Αρχαιοκάπουλοι και μέχρι το 2001, που διαλύθηκαν, είχαν κυκλοφορήσει δύο δίσκους με την ενορχηστρωτική επιμέλεια του Μανώλη Φάμελλου. Η συνέχεια απέδειξε πως ο Δρογώσης, κινητήρια δύναμη στα Φώτα που σβήνουν, δεν σημείωσε μεγάλη απόκλιση από τον ήχο της μπάντας. Φρόντισε, όμως, με μια πλούσια δισκογραφική και κυρίως συναυλιακή, ακόμη και ακτιβιστικού τύπου, παρουσία να διαγράψει μία τελείως προσωπική, «αυτόφωτη» τροχιά.

Οι Τρύπες διαλύθηκαν, κι όμως υπάρχουν

Στον αντίποδα, οι Τρύπες από τη Θεσσαλονίκη έγραψαν πραγματική Ιστορία. Σε μία περίοδο «αναγέννησης» της ελληνικής ροκ σκηνής, συνυπήρξαν και αργότερα πήραν τα σκήπτρα από τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τον Δημήτρη Πουλικάκο και τους άλλους «γεννήτορες», μπολιάζοντας το εγχώριο ηλεκτρικό τραγούδι με πανκ ντεσιμπέλ και κυρίως με τον πολύ ποιητικό στίχο του Γιάννη Αγγελάκα.

Όλοι οι δίσκοι τους είναι δίσκοι αναφοράς και αρκετοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν απέξω όλα τους τα τραγούδια. Το παράδοξο βέβαια είναι πως το κοινό, ακόμη κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το τέλος του συγκροτήματος, συνεχίζει να ανανεώνεται με αμείωτη ένταση, σαν οι νέοι να υποκλίνονται σε μια μπάντα όχι των δεκαετιών του ’80 και του ’90, αλλά της δικής τους γενιάς.

Το φαινόμενο αυτό βέβαια, δηλαδή η καλλιτεχνική επιτυχία, χρεώνεται στον περφόρμερ, τραγουδιστή, στιχουργό και συνθέτη του συγκροτήματος, Γιάννη Αγγελάκα. Διόλου τυχαίο που κατάφερε να «πείσει» το κοινό του συγκροτήματος να τον ακολουθήσει το ίδιο πιστά, τόσο στις πιο πειραματικές μουσικές αναζητήσεις του (με τους Επισκέπτες ή τον Νίκο Βελιώτη) όσο και στη δημιουργική ενασχόλησή του με την κρητική και την ευρύτερη παραδοσιακή μουσική.

Επιτυχημένη θα χαρακτηριζόταν και η σόλο πορεία του κιθαρίστα Μπάμπη Παπαδόπουλου, που συνέδεσε το όνομά του επίσης με τις Τρύπες. Αυτό, τουλάχιστον, φανερώνουν οι προσωπικές δισκογραφικές δουλειές του, οι γόνιμοι πειραματισμοί του πάνω στο πειραιώτικο ρεμπέτικο, αλλά και ο σεβασμός κάθε νέου επίδοξου κιθαρίστα προς το πρόσωπό του και την τέχνη του.

Άνισες πορείες πετυχημένων ντουέτων

Ένα άλλο παράδειγμα ενός ντουέτου που χώρισαν οι δρόμοι του και τα μέλη του ακολούθησαν προσωπικές πορείες, όχι με την ίδια απήχηση, ήταν οι Λαθρεπιβάτες (Παντελής Θαλασσινός – Γιάννης Νικολάου). Δημιουργήθηκαν στον Πειραιά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μέχρι το ’91 είχαν εκδώσει πέντε δίσκους με στοιχεία έντεχνου, μπαλάντας και ποπ. Τα τραγούδια τους «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε» και «Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω» ακόμη τραγουδιούνται από τον κόσμο και από τους νεότερους συναδέλφους τους στις μουσικές σκηνές όπου εμφανίζονται. Η συνέχεια για τον Παντελή Θαλασσινό είναι γνωστή: Συνεργασία με τον στιχουργό Ηλία Κατσούλη σε τραγούδια που άφησαν εποχή («Τα σμυρναίικα τραγούδια», «Κράτα για το τέλος», «Εισιτήριο στην τσέπη σου») και μια σειρά άκρως εμπορικών προσωπικών δίσκων με κορυφαίο το διπλό λάιβ «Απ’ την Τήλο ώς τη Θράκη» (1999). Αντίθετα, ο Γιάννης Νικολάου ακολούθησε έναν πιο μοναχικό και αθόρυβο δρόμο, ασχολούμενος με το κρητικό μουσικό ιδίωμα και συνεργαζόμενος με αρκετούς καλούς τραγουδιστές.

Τρεις δρόμοι για τους Στέρεο Nόβα

Ένα τρίο που άλλαξε τον μουσικό χάρτη της Ελλάδας στα 90’s ήταν οι Στέρεο Νόβα: Ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Μιχάλης Δέλτα και ο Αντώνης Πι, επηρεασμένοι από τον ήχο της acid, εγκαθίδρυσαν το ελληνικό ambient – techno ρεύμα και κατέθεσαν τραγούδια με μεγάλη στιχουργική και μουσική αξία, απ’ την άποψη της ποιητικής μελαγχολικής τους διάθεσης και των πρωτοποριακών αναζητήσεών τους, αντιστοίχως. Όταν ο Αντώνης Πι, ο πλέον αφανής ήρωας των Στέρεο Νόβα, τους εγκατέλειψε το 1996, εκείνοι κράτησαν για έναν ακόμη χρόνο και κατόπιν ακολούθησαν τις σόλο πορείες τους.

Την ίδια ποιητική – μελαγχολική διάθεσή του διατήρησε, αυτόνομος πλέον, ο συνθέτης Κωνσταντίνος Βήτα, πρώην στιχουργός των Στέρεο Νόβα. Μέχρι σήμερα, έχει γράψει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, έχει συνεργαστεί στενά με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, αριθμεί δεκαπέντε έργα στην προσωπική δισκογραφία του, ενώ τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει η Δήμητρα Γαλάνη, ο Βασιλικός, ο Γιάννης Παλαμίδας κ.ά.

Ο Μιχάλης Δέλτα αυτονομήθηκε εξίσου καλά στη μετα-Στέρεο Νόβα εποχή και ακόμη χαράζει τη δική του γραμμή στην ηλεκτρονική μας σκηνή. Πιο «composer» από τον «songwriter» συνοδοιπόρο του (αυτό μαρτυρούν οι προσωπικοί του δίσκοι, οργανικοί ως επί το πλείστον), έγραψε τη μουσική της κινηματογραφικής «Στρέλλας» του Πάνου Χ. Κούτρα, κατάφερε όμως και να ανανεώσει ηχητικά την Τάνια Τσανακλίδου, εκδίδοντας μαζί της μια σειρά εξαιρετικών ηλεκτρονικών τραγουδιών.

Ένας δίσκος αρκεί για να γράψεις Ιστορία

Στις περιπτώσεις του Χρήστου Θηβαίου και του Θάνου Ανεστόπουλου συνέβησαν τα εξής: αμφότεροι προήλθαν από δύο συγκροτήματα σημαντικά για την ελληνική μουσική. Οι Συνήθεις Ύποπτοι άφησαν μόνο δύο δίσκους, με τον έναν απ’ αυτούς («Μέρες αδέσποτες», 1995) να θεωρείται πια δίσκος – τομή. Τα Διάφανα Κρίνα, πάλι, με πιο διευρυμένη δισκογραφία, έγιναν οι εκφραστές της νέας γενιάς που ζητούσε τους «σκοτεινούς ποιητές» της. Ο Θηβαίος συνέχισε ως ξεχωριστός τραγουδοποιός, αλλά και ως ερμηνευτής σε συνεργασίες κυρίως με τον Θάνο Μικρούτσικο («Ο Άμλετ της Σελήνης»). Ξεχωριστή σόλο πορεία ακόμη διαγράφει και ο Ανεστόπουλος από τα Διάφανα Κρίνα. Μη κρύβοντας ποτέ τις λογοτεχνικές επιρροές του και την έλξη του από ποιητές σαν τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Ιωάννη Πολέμη και την Κατερίνα Γώγου, κυκλοφόρησε πέρσι ένα προσωπικό άλμπουμ («Ως το τέλος»), αλλά στην ουσία ποτέ δεν έλειψε από τις αθηναϊκές μουσικές σκηνές, άλλοτε μόνος του και άλλοτε με τη συνδρομή φίλων του μουσικών.

Τα Μωρά στη Φωτιά… μεγάλωσαν

Τα Μωρά στη Φωτιά ήταν ένα συγκρότημα από τη Βέροια που έγραψε τη δική του Ιστορία στο ελληνικό ροκ στερέωμα. Ως τρίο (Στέλιος Σαλβαδόρ, Παύλος Παυλίδης, Γιώργος Παπαϊωάννου) εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με ένα άλμπουμ που είχε ως τίτλο το όνομά τους και μια μωρουδιακή πιπίλα στο εξώφυλλο.

Ο μπασίστας και τραγουδιστής τους, Στέλιος Σαλβαδόρ, συνεχίζει μέχρι σήμερα κρατώντας ζωντανό το όνομα Μωρά στη Φωτιά στις εμφανίσεις του σε μουσικές σκηνές και σε ροκ στέκια ανά την Ελλάδα. Πριν από μερικά χρόνια, μάλιστα, κυκλοφόρησε και τετραπλό live dvd – cd box, μέσα στο οποίο παρουσίαζε τις μελοποιήσεις του σε Σεφέρη, Ελύτη και Καρυωτάκη.

Σούπερ επιτυχημένη εξακολουθεί να είναι η σόλο καριέρα του Παύλου Παυλίδη. Ενώ ξεκίνησε από τα «Μωρά στη Φωτιά» ως κιθαρίστας, το 1993 έγινε ο στιχουργός και frontman του συγκροτήματος Ξύλινα Σπαθιά, το οποίο επίσης μας κληροδότησε θρυλικά τραγούδια, ειδικά με το άλμπουμ «Ξεσσαλονίκη». Εφτά χρόνια μετά, με το «Ένας κύκλος στον αέρα» (2000), τα Ξύλινα Σπαθιά ουσιαστικά είπαν το «αντίο» και τα μέλη τους πήραν ξεχωριστά τον δρόμο τους. Μεταξύ αυτών, ο συνθέτης Σταύρος Ρωσσόπουλος, που δούλεψε αργότερα κοντά στον Δημήτρη Παπαδημητρίου, ο πληκτράς Βασίλης Γκουνταρούλης, που ασχολήθηκε με την κινηματογραφική μουσική, αλλά και ο Γιάννης Μήτσης, που απορροφήθηκε από τη σκηνή του «έντεχνου» τραγουδιού και συνεργάστηκε δισκογραφικά με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Όσο για τον Παύλο Παυλίδη, έφτιαξε τους B-Movies, κυκλοφόρησε μαζί τους πέντε δίσκους (πιο πρόσφατος είναι οι «Ιστορίες που έχουν ίσως συμβεί») και θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς Έλληνες τραγουδοποιούς.

Πυξ λαξ

Αφήσαμε για το τέλος το πιο εμπορικό συγκρότημα όλων των εποχών στην Ελλάδα: τους Πυξ Λαξ, το δημιούργημα του φωτισμένου Μάνου Ξυδούς, με πιο ισχυρές δημιουργικές περσόνες τους τον Φίλιππο Πλιάτσικα και τον Μπάμπη Στόκα. Σχηματίστηκαν το 1989, τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος τους και το καλοκαίρι του ’93 όλος ο κόσμος τραγουδούσε «Άσ’ τη να λέει», το τραγούδι τους με τον Βασίλη Καρρά από το άλμπουμ τους «Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί». Μέχρι το 2004 που είπαν «Τέλος» με το ομότιτλο διπλό live cd τους, συνεργάστηκαν με τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Ψαραντώνη, αλλά και τους διεθνείς θρύλους Sting, Eric Burdon, Marc Almond, Gordon Gano κ.ά. Εν τω μεταξύ, ο Ξυδούς έφυγε από τη ζωή το 2010. Ο κόσμος που σταματούσε τον Στόκα στον δρόμο και τον ρωτούσε «τι μέλλει γενέσθαι» έγινε τελικά η αφορμή μιας νέας αρχής στην καριέρα του, παρ’ ότι οι δύο πρώτοι προσωπικοί του δίσκοι είχαν ήδη βγει όσο ακόμα υπήρχαν οι Πυξ Λαξ. Στη συνέχεια, ο χαρισματικός ερμηνευτής και τραγουδοποιός εξέδωσε ακόμη τέσσερις δίσκους.

Την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία των Πυξ Λαξ θα λέγαμε ότι συνεχίζει στο έπακρο ο Φίλιππος Πλιάτσικας στη δική του σόλο πορεία. Από τους λίγους Έλληνες μουσικούς που εξακολουθούν να γεμίζουν τον Λυκαβηττό εν μέσω κρίσης, έχει κυκλοφορήσει κι αυτός προσωπικούς δίσκους με τραγούδια που τίμησαν δεόντως τα ραδιόφωνα και αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι ο Πλιάτσικας έκανε «στροφή» σε μια πιο εμπορική πλευρά της ποπ μουσική, γι’ αυτό άλλωστε αγκαλιάστηκε από τα ραδιόφωνα. Την ίδια στιγμή όμως, πολλοί αντέδρασαν και τον κριτίκαραν.

Σύμφωνα με τον Μπάμπη Στόκα, μάλιστα, δεν αποκλείεται να βγάλουν μαζί έναν νέο κοινό δίσκο, που θα είναι όμως «Πλιάτσικας – Στόκας» και σε καμία περίπτωση Πυξ Λαξ.

Αντώνης Μποσκοΐτης για ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *